- σκλήθρα
- η, Ν1. το σκλήθρο2. πελεκούδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλνος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), μετρίων διαστάσεων. Τα φύλλα του έχουν μίσχο, είναι πράσινα σκούρα, κολλώδη και λεία και στις δύο επιφάνειες. Στο σύνολό τους θυμίζουν λίγο τα φύλλα της οξιάς. Τα άνθη εμφανίζονται πριν από τα … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
αγκίδα — και γκίδα, η 1. μικρό βελονοειδές τμήμα ξύλου, σχίζα, σκλήθρα 2. αγκάθι 3. διαβολή, ραδιουργία 4. αυτό που τρυπά, στενοχωρεί την ψυχή (στενοχώρια, έρωτας κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκίς. Η τροπή τού κ σε γκ με επίδραση από τα αγκίστρι, αγκύλη κ.ά … Dictionary of Greek
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek
κλήθρα — και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη) νεοελλ. βοτ. το φυτό σκλήθρο αρχ. ονομασία τού γένους άλνος* («κλήθρη τ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ … Dictionary of Greek
σκλήθρο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (152 κάτ., υψόμ. 760 μ.) στην επαρχία Παρνασσίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ., 152 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (553 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην επαρχία Φλώρινας … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
κόντρα-πλακέ — (γαλλ. contre plaqué). Υλικό ξύλου βιομηχανικής κατασκευής, που αποτελείται από τρία ή περισσότερα λεπτά φύλλα ξύλου κολλημένα σε αλλεπάλληλες στρώσεις, έτσι ώστε οι ίνες του ενός φύλλου να διασταυρώνονται κάθετα προς τις ίνες του επόμενου,… … Dictionary of Greek
Κουρλάνδη — (Kurland). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 26.000 τ. χλμ.) της βορειοανατολικής Ευρώπης, στην ακτή της Βαλτικής θάλασσας, στις δυτικές όχθες του κόλπου της Ρίγα και ΝΔ του ποταμού Ντβίνα. Σήμερα αποτελεί το δυτικό μέρος της Λετονίας. Αναφέρεται … Dictionary of Greek
Λάντογκα — (Ladoga, ρωσ. Ladozhskoye Ozero). Λίμνη (18.390 τ. χλμ.) στο βορειοδυτικό τμήμα της Ρωσίας, κοντά στην Αγία Πετρούπολη και στον Φινικό κόλπο. Είναι η μεγαλύτερη σε επιφάνεια λίμνη της Ευρώπης· έχει μέγιστο μήκος 208 χλμ., μέγιστο πλάτος 126 χλμ … Dictionary of Greek